Η εκπαίδευση είτε υπηρετεί το status-quo, είτε το αλλάζει. Των Χ. Ρωσσίδη και Α. Ζαχαριάδη


17 Oct 2013, 6:09 p.m. omonoiatiko

«Η εκπαίδευση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Είτε υπηρετεί το status-quo, είτε το αλλάζει» - Bill Ayers

Από το 1974 και μετά καμία κυπριακή κυβέρνηση, μήτε ελληνοκυπριακό κόμμα, αρνήθηκε ότι η λύση του Κυπριακού και η ειρηνική συμβίωση με τους Τ/Κ, αποτελεί βασικό ζητούμενο. Ακόμη και σήμερα, που τα θέματα της οικονομίας κατέχουν πρωτεύουσα θέση στο δημόσιο διάλογο, η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία με κάθε ευκαιρία υπογραμμίζει ότι «το κυπριακό παραμένει η μεγαλύτερη προτεραιότητα της πολιτικής μας». Όλες οι σχολές σκέψεις αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους γύρω από έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή: τη δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση.

Ωστόσο, παρά τη διακηρυσσόμενη βούληση των πολιτικών δυνάμεων για λύση -κυρίως σε τηλεοπτικά πάνελ και κυριακάτικα μνημόσυνα- σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο ελάχιστα έχουν γίνει ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος προς επίτευξη του υποτιθέμενου κοινού στόχου. Πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν, προσέκρουσαν στα εθνικιστικά αντανακλαστικά συντηρητικών δυνάμεων του πολιτικού συστήματος που επιμένουν να συντηρούν με κάθε τρόπο φυτώρια εθνικισμού και ρατσισμού, διαιωνίζοντας μια κουλτούρα που διακηρύσσει το μίσος απέναντι σε κάθε διαφορετικό. Μια κουλτούρα που αντιλαμβάνεται την ιστορία ως κατήχηση αντί ως επιστήμη και η οποία αρνείται να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της επιμένοντας στην αναπαραγωγή πολιτικών μύθων.

Το δημόσιο σχολείο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρόλο που εδώ και μερικά χρόνια στους στόχους του εκπαιδευτικού προγράμματος έχει προστεθεί ο αλληλοσεβασμός και η ανοχή στη διαφορετικότητα, η ιδέα της ειρηνικής συμβίωσης με το σύνοικο στοιχείο δεν προωθήθηκε με την αποφασιστικότητα που απαιτούν οι συνθήκες και η ανάγκη εξουδετέρωσης των διχοτομικών δυναμικών που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια ένθεν και ένθεν της πράσινης γραμμής. Τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στην Αγγλική Σχολή, με το πρόσφατα διορισμένο Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής να υποχρεώνει το σχολείο να αλλάξει το ημερολόγιο του και να παραμείνει ανοικτό κατά τη γιορτή του Μπαϊράμ, αποτελούν επώδυνη επιστροφή σε ένα σκοτεινό, διχαστικό και μισαλλόδοξο παρελθόν.

Η λύση απαιτεί πολιτική βούληση

Η λύση του Κυπριακού απαιτεί πολιτική βούληση και σαφή πολιτικό σχεδιασμό. Προϋποθέτει εις βάθος ρήξη με το κατεστημένο και το βαθύ κράτος. Προϋποθέτει θάρρος και γερά βήματα προς τα μπρος. Όχι την τακτική του «ένα βήμα μπροστά μπροστά και τρία πίσω» (άλλα λέμε στον ΟΗΕ, άλλα πράττουμε στην Αγγλική Σχολή).

Η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα ελληνοκυπριακά σχολεία, όπως και η ελληνική στα τουρκοκυπριακά αντίστοιχα, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ουσιαστικό μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης, το οποίο μακροπρόθεσμα θα συμβάλει στην ενίσχυση της επικοινωνίας και της συνεργασίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Μπορεί να αποτελέσει ένα λιθαράκι στην προσπάθειά για να πέσει το τείχος του διαχωρισμού. Μια τέτοια πρωτοβουλία, θα ήταν εκ των πραγμάτων απόλυτα συμβατή με το διακηρυγμένο όραμα όλων των πολιτικών κομμάτων για μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση. Άλλωστε, πρόκειται για μια εκ των δύο επίσημων γλωσσών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αν η πολιτική ηγεσία πραγματικά επιθυμεί την επανένωση της χώρας, τότε το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να διέπεται από την ανάλογη φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία ανθρωποκεντρική, που να ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες ενός διαπολιτισμικού κράτους. Μια φιλοσοφία που να μη διασπάζει, αλλά να ενώνει. Υπερβαίνοντας το μοντέλο του εθνοκεντρικού και μονοπολιτισμικού δημόσιου σχολείου, που από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας λειτουργεί διχαστικά απέναντι στις γλωσσικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές παραδόσεις των πολιτών του, καλλιεργώντας πρόσφορο έδαφος για δικοινοτική αντιπαράθεση. Αντ’ αυτού οι εκάστοτε κυβερνήσεις επιλέγουν Υπουργούς Παιδείας μετά από έγκριση του Αρχιεπισκόπου (οι ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελούν απλά επιβεβαίωση του κανόνα) δίνοντας τα διαπιστευτήριά τους σε ό,τι πιο μισαλλόδοξο και σκοταδιστικό υπάρχει στην σημερινή κυπριακή κοινωνία.

Αναμφίβολα το εκλογικό κόστος είναι μέγιστος παράγοντας διαμόρφωσης των πολιτικών στην Κύπρο. Αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη διαμόρφωση και κατάθεση ριζοσπαστικών προτάσεων, την ανάληψη πρωτοβουλιών και την επαναριοθέτηση του δημόσιου διαλόγου σε μια νέα βάση. Όπως και ο κοινωνικός συντηρητισμός που καλλιεργείται με μεγάλη ευλάβεια από τις πολιτικές, κομματικές, εκκλησιαστικές και δημοσιογραφικές ελίτ. Αρκεί απλά να θυμηθεί ο καθένας από εμάς τι διάβαζε και κυρίως τι άκουγε στις εθνικές επετείους των σχολείων. Αλήθεια, γιατί καμία κυβέρνηση δεν σκέφτηκε να υιοθετήσει ως σχολική επέτειο την ημερομηνία δολοφονίας ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για την επανένωση, τη συμβίωση και την ειρήνη; Για ποιο λόγο γιορτάζουμε πάντα την έναρξη ενός πολέμου και όχι το τέλος του; Γιατί κανένας πολιτικός (Ε/Κ ή Τ/Κ) δεν ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για τις δολοφονίες και τα εγκλήματα που διέπραξε η κοινότητά του; Μπορεί να είναι αργά για μια κυπριακή εκδοχή της Επιτροπής Αλήθειας... αλλά ποτέ δεν είναι αργά για μια απολογία.

Έχουμε συνηθίσει η όποια συζήτηση να εξαντλείται σε αφορισμούς και συνθήματα, αγνοώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχει να διαδραματίσει η εκπαίδευση στη δημιουργία της νέας Κύπρου. Αποτελώντας το εργαλείο εκείνο που θα επιτρέψει στις μελλοντικές γενιές να λειτουργήσουν μέσα σε μια ενοποιημένη ξανά κοινωνία. Κάτι που προϋποθέτει να ξαναδούμε με ειλικρίνεια αν αυτό το οποίο διδάσκεται στα παιδιά είναι η πραγματική ιστορία, ή η ιστορία όπως την έχουμε πλάσει μέσα στο μυαλό μας.

Γράφουν: Χαράλαμπος Ρωσσίδης και Αδάμος Ζαχαριάδης

Διαβάστε όλα τα άρθρα από το Blog Πολιτική και Ακτιβισμός

Follow Kifines